-
1 κατ-αλείφω
κατ-αλείφω, bestreichen, Salbe aufstreichen, Hippocr.; ὕδωρ μιγνύουσι πρὶν τὸ κηρίον καταλείφειν Arist. H. A. 9, 40; ᾧ καταλήλειπται ὁ κύτταρος 5, 19; Sp., καταλήλιπται πίττῃ Poll. 9, 112.
1 κατ-αλείφω
κατ-αλείφω, bestreichen, Salbe aufstreichen, Hippocr.; ὕδωρ μιγνύουσι πρὶν τὸ κηρίον καταλείφειν Arist. H. A. 9, 40; ᾧ καταλήλειπται ὁ κύτταρος 5, 19; Sp., καταλήλιπται πίττῃ Poll. 9, 112.